εκατομμυριούχος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που έχει περιουσία ή ρευστό χρήμα αξίας ενός ή περισσότερων εκατομμυρίων
2. ο πάρα πολύ πλούσιος, ο βαθύπλουτος.