εκατομμυριούχος
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που έχει περιουσία ή ρευστό χρήμα αξίας ενός ή περισσότερων εκατομμυρίων
2. ο πάρα πολύ πλούσιος, ο βαθύπλουτος.