εκατοστόμετρο

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το
μονάδα μήκους του απόλυτου συστήματος μονάδων C.G.S. η οποία ορίζεται ως το εκατοστό του μέτρου.