εκβρυχώμαι

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ἐκβρυχῶμαι (-άομαι) (Α)
1. βρυχώμαι δυνατά
2. βγάζω δυνατό ήχο όμοιο με βρυχηθμό.