πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ἐκβρυχῶμαι (-άομαι) (Α)1. βρυχώμαι δυνατά2. βγάζω δυνατό ήχο όμοιο με βρυχηθμό.