δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ἐκβρυχῶμαι (-άομαι) (Α)1. βρυχώμαι δυνατά2. βγάζω δυνατό ήχο όμοιο με βρυχηθμό.