εκβρυχώμαι

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ἐκβρυχῶμαι (-άομαι) (Α)
1. βρυχώμαι δυνατά
2. βγάζω δυνατό ήχο όμοιο με βρυχηθμό.