ελάνη

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ἑλάνη και ἑλένη, η (Α)
1. λαμπάδα
2. δέσμη από καλάμια.