Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελίκωψ

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α
αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.