ελαιόκομος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ἐλαιόκομος, -ον (Α)
ο κατάφυτος από ελιές («τέμενος βαθυδένδρου ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος», Νόνν.).