ελαιόχρους

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

-oυν (AM ἐλαιόχρους [-οος], -ουν [-οον])
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού ή και της ελιάς, λαδής, λαδόχρωμος.