σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
-oυν (AM ἐλαιόχρους [-οος], -ουν [-οον])αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού ή και της ελιάς, λαδής, λαδόχρωμος.