ελασίχθων

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ἐλασίχθων, ο (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που τραντάζει τη γη.