ελαφρόνους
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
-ουν (Α ἐλαφρόνους, -ουν και ἐλαφρόνοος, -οον)
ἐλαφρόμυαλος, ανόητος.