ελικοβόστρυχος

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

ἑλικοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.