ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ἑλικοβόστρυχος, -ον (Α)αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.