ελικοκίνητος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ον
1. αυτός που κινείται με έλικες
2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο
πλοίο που κινείται με έλικες.