ελικός

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source

Greek Monolingual

ἑλικός, -ή, -όν (Α)
(για νερό) αυτός που ρέει με ελικοειδή ροή.