Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εμβρυϊκός

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

-ή, -ό και εμβρυακός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο («εμβρυϊκά κύτταρα»).