εμφανίσιμα

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

ἐμφανίσιμα, τα (Μ)
το ποσό που όφειλε, κατά το βυζαντινό διοικητικό δίκαιο, να καταβάλει στο δημόσιο ο διοριζόμενος σε διοικητικό αξίωμα για να εγκατασταθεί σε αυτό.