εμύς

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source

Greek Monolingual

η και ο (Α ἐμύς και ἑμύς)
νεοελλ.
ζωολ. γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας τών τεστουδινιδών που περιλαμβάνει 10 περίπου είδη χελωνών
αρχ.
χελώνα τών γλυκών νερών.