ενάμισης

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

και ανάμισης και ενάμισος και ανάμισος (Μ ἐνάμισης και ἀνάμισης και ἐνάμισος και ἀνάμισος)
αριθμ. επίθ. ένας και μισός.