ενδοξότητα

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνδοξότης)
η ιδιότητα του ένδοξου
μσν.
(ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης».