εννοιολογικός

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια ή στις έννοιες («εννοιολογικό δάνειο»).
επίρρ...
εννοιολογικώς και -ά
από εννοιολογική άποψη.