εντρεχής
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
ἐντρεχής, -ές (AM)
1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές
η εντρέχεια.
επίρρ...
έντρεχώς
με επιδέξιο τρόπο, γοργά.