εντριτεία

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ἐντριτεία, η (Μ)
το έντριτον: φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος.