εξαπλώσιμος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο εξάπλωση
αυτός που επιδέχεται εξάπλωση, που μπορεί να εξαπλωθεί, να διαδοθεί, να επεκταθεί.