εξαπλώσιμος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

-η, -ο εξάπλωση
αυτός που επιδέχεται εξάπλωση, που μπορεί να εξαπλωθεί, να διαδοθεί, να επεκταθεί.