διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
-η, -ο εξάπλωσηαυτός που επιδέχεται εξάπλωση, που μπορεί να εξαπλωθεί, να διαδοθεί, να επεκταθεί.