εξαρμόζω

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξαρμόζω)
διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω
μσν.
εξαρμόζομαι
παθαίνω εξάρθρωση.