ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
(AM ἐξοπλίζω)1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όπλα2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)αρχ.-μσν.αφοπλίζω.