εξοπλίζω

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξοπλίζω)
1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όπλα
2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)
αρχ.-μσν.
αφοπλίζω.