εξώγαμος

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-η, ο γάμος
(για παιδί) αυτός του οποίου οι γονείς δεν έχουν συνάψει γάμο.