εξώπιος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ἐξώπιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τον βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ «οφθαλμός»].