εξώπροικος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐξώπροικος, -ον)
(για περιουσιακά στοιχεία)
1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα
2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα)
περιουσιακά στοιχεία της συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα.