επίδενδρος

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

-η, ο
1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει πάνω σε κορμό δέντρου
2. το ουδ. ως ουσ. το επίδενδρο
ορχεοειδές επίφυτο του οποίου ο βλαστός σχηματίζει ρίζωμα ή βολβό.