επίστεγος
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek Monolingual
-η, -ο
1. τοποθετημένος πάνω στη στέγη
2. το ουδ. ως ουσ. το επίστεγο
το κάσσαρο, το πρυμναίο τμήμα τών παλαιών ιστιοφόρων, στεγασμένο με ελαφρό κατάστρωμα, όπου στεκόταν ο κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεγος (< στέγη)].