Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).