επαρχίνα

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

η
1. η σύζυγος του επάρχου
2. η γυναίκα που έχει το αξίωμα του επάρχου.