επιβεβλημένος

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376

Greek Monolingual

-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ.)
βλ. επιβάλλω.