επιγραμμή

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

ἐπιγραμμή, η (Α) επιγράφω
στον πληθ. αἱ ἐπιγραμμαί
τα χαράγματα.