επιδιορθωτής

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ο (θηλ. επιδιορθώτρια)
αυτός που επιδιορθώνει, που επισκευάζει.