επιείκελος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

ἐπιείκελος, -ον (Α)
ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].