επικαταλύω

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταλύω (Α) καταλύω
καταλύω, ελαττώνω ακόμη περισσότερο («ἐπικαταλύειν τήν δύναμιν», Γαλ.).