ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἐπικαταλύω (Α) καταλύωκαταλύω, ελαττώνω ακόμη περισσότερο («ἐπικαταλύειν τήν δύναμιν», Γαλ.).