επτάκτις

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

ἑπτάκτις, ὁ (Α)
(για τον ήλιο) αυτός που έχει επτά ακτίνες.