επτάριθμος

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ἑπτάριθμος, -ον (AM)
αυτός που αποτελείται από επτά μονάδες («ἐν ἑπταρίθμοις παισί» — σε επτά παιδιά, Κ. Μανασσ.).