Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-ες (AM ἐργώδης, -ες) έργονεπίπονος, κοπιαστικός.