Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εριούχος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος
2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο
ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη].