ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
ἐριόξυλον, τὸ (Α)το φυτό του βαμβακιού, η βαμβακιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + ξύλον.