εριόξυλον

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

ἐριόξυλον, τὸ (Α)
το φυτό του βαμβακιού, η βαμβακιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + ξύλον.