ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].