ερυθηματώδης

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

-ες
αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο].