ερυθηματώδης

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο].