ερυθρόχρους

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-ουν (AM ἐρυθρόχρους, -ουν και ἐρυθρόχροος, -οον)
αυτός που έχει ερυθρό χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα»].