ερυθρόχρους

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-ουν (AM ἐρυθρόχρους, -ουν και ἐρυθρόχροος, -οον)
αυτός που έχει ερυθρό χρώμα, ο κοκκινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα»].