ερωτικοενήδονος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)
αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].