ερωτικοπόθος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

ἐρωτικοπόθος, -ον (Μ)
αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί ερωτικό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + πόθος.