ετεροτράχηλος

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτεροτράχηλος, -ον)
αυτός που ο τράχηλός του κλίνει προς το ένα μέρος του σώματος (για τον Μέγα Αλέξανδρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + τράχηλος.