ετεροτράχηλος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτεροτράχηλος, -ον)
αυτός που ο τράχηλός του κλίνει προς το ένα μέρος του σώματος (για τον Μέγα Αλέξανδρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + τράχηλος.