ετοιμόφθορος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
ἑτοιμόφθορος, -ον (Α)
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυς ὁ ἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ-φθορος «ναυαγός»].