ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
εὐβλέφαρος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.