ευδίαιον

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) ευδίαιος
1. η άκρη, το ρύγχος του κλύσματος
2. το γυναικείο αιδοίο
3. ο πρωκτός.