Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
εὐθύρριζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που έχει ίσιες ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + ρίζα].